Ο Ύψωνας είναι ένα από τα πιο μεγάλα χωριά της επαρχίας Λεμεσού και βρίσκεται 7 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λεμεσού. Το νότιο μέρος του χωριού υπάγεται στα διοικητικά όρια της βρετανικής στρατιωτικής βάσης Ακρωτηρίου – Επισκοπής.
Ο Ύψωνας βρίσκεται κτισμένος σε μέσο υψόμετρο 90 μέτρων. Το τοπίο του χωριού έχει μια κλίση από τα βόρεια προς τα νότια. Το υψόμετρο από τα 476 μέτρα που έχει στα βόρεια σύνορα του μειώνεται στα 90 μέτρα στον οικισμό και στα 20 μέτρα στα νότια σύνορα του. Ο Ύψωνας δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 440 χιλιοστόμετρα και στην περιοχή του καλλιεργούνται αμπέλια (οινοποιήσιμων και επιτραπέζιων ποικιλιών), εσπεριδοειδή, αμυγδαλιές, ελιές, χαρουπιές, σιτηρά και λίγα φρουτόδενδρα. Σήμερα ο Ύψωνας έχει και μια ανθηρή βιομηχανική ανάπτυξη. Ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται στη βιομηχανία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος της επαρχίας Λεμεσού. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι η αλλαντοποιία, η τυροκομία, τα πριονιστήρια, τα είδη μετάλλου και επινικέλωσης, η κατασκευή ψυγείων, οι τσιμεντόλιθοι και τσιμεντοσωλήνες, η κατασκευή ξύλινων επίπλων καθώς επίσης και η συσκευασία γεωργικών προϊόντων.
Εκτός από την γεωργία, την πολύ περιορισμένη κτηνοτροφία και την βιομηχανία, ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού του χωριού εργοδοτείται σε άλλους τομείς απασχόλησης όπως στον τομέα των ξενοδοχείων, των εστιατορίων, του εμπορίου, των μεταφορών και στο τομέα των υπηρεσιών.
Ο Ύψωνας είναι το χωριό που σε καταπλήσσει με την θεαματική πληθυσμιακή του αύξηση από τον περασμένο αιώνα μέχρι σήμερα. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις το γεγονός ότι αυτός ο οικισμός που είχε μόλις 3 κατοίκους σήμερα αριθμοί 8500 κατοίκους. Πράγματι το 1881 το χωριό αριθμούσε 3 κατοίκους που αυξήθηκαν στους 4 το 1891. Το 1901 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 21 για να μειωθούν στους 12 το 1911.
Το 1921 ο πληθυσμός ανήλθε στους 167. Το 1931 οι κάτοικοι ήταν 256 και το 1946 αυξήθηκαν στους 492. Το 1960 αυξήθηκαν στους 1496 και στους 2043 το 1973. Το 1982 οι κάτοικοι ήταν 3061 και το 2011 ο πληθυσμός ανήλθε στους 10950.
Παρόλο που θεωρείται από πολλούς ότι ο Ύψωνας δημιουργήθηκε κατά τα νεώτερα χρόνια από κατοίκους άλλων χωριών (κυρίως της Λόφου) που είχαν κτήματα στην περιοχή τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Ύψωνας υπήρχε ως οικισμός από τα μεσαιωνικά χρόνια. Ο ντε Μας Λατρί περιλαμβάνει τον Ύψωνα μεταξύ των χωριών που ανήκαν στον ίδιο τον βασιλιά της Κύπρου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Το χωριό βρίσκεται σημειωμένο με το όνομα Ipsona σε παλιούς χάρτες. Το χωριό είχε μάλλον καταστραφεί το 1426 όταν οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου εισέβαλαν στη Κύπρο από τον κόλπο της Αυδήμου, επιτέθησαν ανεπιτυχώς κατά της Επισκοπής και βάδισαν προς την Λεμεσό την οποία κατέλαβαν. Ίσως πάλι να καταστράφηκε το 1570 με την εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο όταν αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό την οποία λεηλάτησαν και στην συνέχεια καίγοντας και αρπάζοντας έφτασαν στα Πολεμίδια.
Στη συνέχεια πολλοί κάτοικοι της Λόφου κατέβαιναν εποχιακά στην Ύψωνα για να καλλιεργήσουν ή να θερίσουν τους καρπούς από τα χωράφια τους στην περιοχή. Έτσι για πολλά χρόνια το χωριό κατοικείτο από Λοφίτες για μερικούς μήνες τον χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί εγκατέλειπαν τον Ύψωνα από τον Γενάρη μέχρι τον Μάη και από τα μέσα Αυγούστου μέχρι τον Νιόβρη. Τελικά πολλοί από τους μετακινούμενους γεωργούς παρέμειναν μόνιμα στον Ύψωνα εγκαταλείποντας τη Λόφου και τα άλλα γειτονικά χωριά. Αυτό άρχισε να γίνεται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Η αγάπη των κατοίκων του Ύψωνα για τη γη, φαίνεται και από το γεγονός ότι πάρα πολλοί Υψωνίατες έχουν ιδιοκτησία γης σε περιοχές που γειτνιάζουν της κοινότητας. Μερικές από αυτές είναι η Ερήμη, το Κολόσσι, το Κοιλάνι, η Παραμύθα, η Άλασσα, τα Πολεμίδια, το Τραχώνι και το Καντού.
Σήμερα ο Ύψωνας ακολουθεί μια σταθερή οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Επεκτείνεται τόσο κατά μήκος του δρόμου Λεμεσού – Ύψωνα
όσο και γύρω από τον οικισμό. Έχει μετατραπεί σε μια μοντέρνα κοινότητα και προσπαθεί τα λίγα παραδοσιακά σπίτια που έχει να τα διατηρήσει για να θυμίζουν στους κατοίκους και στους επισκέπτες την μακρόχρονη ιστορία του.